- κεφαλαιώδης
- -ες (ΑΜ κεφαλαιώδης, -ώδες) [κεφάλαιον]αυτός που έχει πρωταρχική σημασία, που αποτελεί την ουσία ενός πράγματος, βασικός, κύριος, ουσιώδης (α. «αυτή η ενότητα έχει κεφαλαιώδη σημασία για την έκβαση τής υπόθεσης» β. «ὅσα μέντοι κεφαλαιώδη, μάνθανε», Λουκιαν.)αρχ.1. σύντομος, βραχύς («χρήσιμον εἶναι κεφαλαιώδη μὲν ποιήσασθαι τὴν ἐξήγησιν», Πολ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κεφαλαιῶδεςαυτό το οποίο τίθεται περιληπτικά σε ορισμό ως πιο ουσιώδες.επίρρ...κεφαλαιωδῶς (Α κεφαλαιωδῶς)κατά τρόπο κεφαλαιώδη, περιληπτικά («ἐπὶ βραχύ καὶ κεφαλαιωδῶς προεκθεμένους», Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.