κεφαλαιώδης

κεφαλαιώδης
-ες (ΑΜ κεφαλαιώδης, -ώδες) [κεφάλαιον]
αυτός που έχει πρωταρχική σημασία, που αποτελεί την ουσία ενός πράγματος, βασικός, κύριος, ουσιώδης (α. «αυτή η ενότητα έχει κεφαλαιώδη σημασία για την έκβαση τής υπόθεσης» β. «ὅσα μέντοι κεφαλαιώδη, μάνθανε», Λουκιαν.)
αρχ.
1. σύντομος, βραχύς («χρήσιμον εἶναι κεφαλαιώδη μὲν ποιήσασθαι τὴν ἐξήγησιν», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κεφαλαιῶδες
αυτό το οποίο τίθεται περιληπτικά σε ορισμό ως πιο ουσιώδες.
επίρρ...
κεφαλαιωδῶς (Α κεφαλαιωδῶς)
κατά τρόπο κεφαλαιώδη, περιληπτικά («ἐπὶ βραχύ καὶ κεφαλαιωδῶς προεκθεμένους», Πολ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κεφαλαιώδης — capital masc/fem acc pl (attic epic doric) κεφαλαιώδης capital masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κεφαλαιώδης capital masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιωδέστερον — κεφαλαιώδης capital adverbial comp κεφαλαιώδης capital masc acc comp sg κεφαλαιώδης capital neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιώδει — κεφαλαιώδης capital masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κεφαλαιώδης capital masc/fem/neut dat sg κεφαλαιώδεϊ , κεφαλαιώδης capital dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιώδη — κεφαλαιώδης capital neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κεφαλαιώδης capital masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κεφαλαιώδης capital masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιωδεστάτων — κεφαλαιώδης capital fem gen superl pl κεφαλαιώδης capital masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιωδεστέρων — κεφαλαιώδης capital fem gen comp pl κεφαλαιώδης capital masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιωδέστατα — κεφαλαιώδης capital adverbial superl κεφαλαιώδης capital neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιωδέστατον — κεφαλαιώδης capital masc acc superl sg κεφαλαιώδης capital neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιῶδες — κεφαλαιώδης capital masc/fem voc sg κεφαλαιώδης capital neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιώδεις — κεφαλαιώδης capital masc/fem acc pl κεφαλαιώδης capital masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”